διαίρεση

διαίρεση
Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η αντίστροφη πράξη του πολλαπλασιασμού. Δ. δύο αριθμών α και β λέγεται η πράξη με την οποία βρίσκουμε τρίτο αριθμό, τον γ. Ο α λέγεται διαιρετέος, ο β διαιρέτης και ο γ πηλίκο. Σημείο της δ. είναι το διά (:). Αν ο διαιρετέος δεν περιέχει κατά έναν ακριβή αριθμό φορών τον διαιρέτη, τότε ο αριθμός των μονάδων που μένει αδιαίρετος μετά το τέλος της πράξης λέγεται υπόλοιπο της δ. Υπάρχουν δύο τύποι δ.: μερισμού και μέτρησης. Μερισμός είναι ο χωρισμός ενός αριθμού σε ορισμένο αριθμό μερών, ενώ μέτρηση σημαίνει πόσες φορές ένας αριθμός χωράει μέσα σε έναν άλλον· και στις δύο περιπτώσεις η δ. εκτελείται με τον ίδιο τρόπο. Οι κανόνες που ρυθμίζουν την πράξη της δ. είναι: 1) Ένα άθροισμα διαιρείται με έναν αριθμό, αν διαιρεθεί χωριστά κάθε όρος του και προστεθούν τα μερικά πηλίκα. 2) Αν πολλαπλασιάσουμε διαιρετέο και διαιρέτη με τον ίδιο αριθμό, το πηλίκο δεν αλλάζει, το υπόλοιπο όμως πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό αυτό. 3) Το 0 (μηδέν) ως διαιρετέος, δίνει πάντα πηλίκο 0 και ως διαιρέτης καθιστά αδύνατη τη δ. 4) Για να διαιρέσουμε κλάσμα με άλλο κλάσμα αντιστρέφουμε τους όρους του κλάσματος και αντί για δ. κάνουμε πολλαπλασιασμό. 5) Η δ. δεκαδικών αριθμών γίνεται αφού μετατρέψουμε τον διαιρέτη σε ακέραιο, μεταφέροντας την υποδιαστολή. 6) Στη δ. δύο αλγεβρικών αριθμών το πηλίκο είναι θετικό αν οι αριθμοί είναι ομόσημοι, και αρνητικό αν είναι ετερόσημοι. (Φιλοσ.) Ο διαχωρισμός ενός γένους στα είδη τα οποία περιλαμβάνει. Η διεργασία αυτή γίνεται με βάση κάποιο διακριτικό γνώρισμα της έννοιας, το οποίο περιέχεται στο γένος (ειδοποιός διαφορά). Μία έννοια είναι δυνατόν να διαιρεθεί κατά διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, η έννοια Ευρωπαίος μπορεί να νοηθεί ως προς την εθνικότητα (Γάλλος, Άγγλος, Γερμανός κλπ.), ως προς το φύλο (άντρας, γυναίκα), ως προς την κοινωνική τάξη (εργάτης, βιομήχανος κλπ.). Οι κανόνες που πρέπει να εφαρμόζονται σε μία λογική δ. είναι: 1) Να είναι ακριβής και πλήρης, δηλαδή πρέπει να υπάρχει πρόβλεψη για κάθε είδος που ανήκει σε ένα γένος. Για παράδειγμα, η δ. «γεωμετρικά σχήματα είναι το τετράγωνο, ο κύκλος και το τρίγωνο» είναι ελλιπής, γιατί δεν περιλαμβάνει ορισμένα άλλα είδη (ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, ρόμβος, πολύγωνα κ.ά.), ενώ η δ., «οι ήπειροι είναι η Ευρώπη, η Ασία, η Αφρική, η Αμερική, η Ωκεανία» είναι πλήρης· 2) Να είναι συνεχής· να αναφέρεται, δηλαδή, στα είδη με το αμέσως μικρότερο εύρος έννοιας. Για παράδειγμα, η δ. «το πανεπιστήμιο έχει γεωλογικό, νομικό, οδοντιατρικό τμήμα κλπ.», υπολείπεται από την άποψη της συνέχειας, γιατί πριν από τη δ. σε τμήματα, πρέπει να γίνει η δ.: «Το πανεπιστήμιο αποτελείται από τις σχολές: φυσικομαθηματική, ιατρική, νομική κλπ.». 3) Να έχει ενιαία βάση· να γίνεται δηλαδή σύμφωνα με ένα μόνο χαρακτηριστικό γνώρισμα της έννοιας του γένους. Δ. όπως «οι στρατιώτες είναι του πεζικού, του πυροβολικού, δεκανείς, εθελοντές κλπ.» δεν έχουν ενιαίες βάσεις. Η δ. συνδέεται στενά και με την ταξινόμηση. Η διαφορά τους είναι ότι ενώ στη δ. διαιρούμε το γένος, στην ταξινόμηση ταξινομούμε τα είδη που ανήκουν σε αυτό. Έτσι η δ. προχωρά από το γενικό στο ειδικότερο, ενώ η ταξινόμηση ακολουθεί την αντίστροφη πορεία.
* * *
η (AM διαίρεσις, -εως) [διαιρώ]
1. χωρισμός σε μέρη, κατάτμηση
2. κατανομή, μοίρασμα
3. διχογνωμία, διχοστασία, εχθρότητα
4. (βιολ.-κυτταρολ.) ο θεμελιώδης μηχανισμός τής αύξησης και τού πολλαπλασιασμού τών ζώντων οργανισμών
5. γραμμ. η ανάλυση σε δύο φθόγγους φωνήεντος ή διφθόγγου ή διπλών συμφώνων («διαίρεσις παρ' Ομήρω» — η διέκταση)
6. (λογ.) η ανάλυση τού γένους στα είδη του
7. μαθ. η αριθμητική πράξη με την οποία μια ποσότητα κατατέμνεται σε ίσον αριθμό μερών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαίρεση — η 1. χωρισμός σε μέρη ή τμήματα: Στα δημοκρατικά καθεστώτα υπάρχει πάντα διαίρεση εξουσιών. 2. (μαθημ.), μια από τις αριθμητικές πράξεις, με την οποία χωρίζουμε ένα ποσό σε ίσα μέρη. 3. μτφ., διαφωνία, διχόνοια: Η διαίρεση ανάμεσα στην κυβέρνηση… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… …   Dictionary of Greek

  • τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • αυλάκωση — (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”